Η υπερβολική τιμολόγηση από επιχειρήσεις που κατέχουν δεσπόζουσα θέση συνιστά μία από τις πιο τεχνικά απαιτητικές και νομικά αμφιλεγόμενες πτυχές του Δικαίου του Ανταγωνισμού. Παρότι η υπερβολική τιμολόγηση καλύπτεται στο Άρθρο 102 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ), η πρακτική εφαρμογή της σχετικής απαγόρευσης παραμένει σπάνια. Αυτό οφείλεται, αφενός, στις σημαντικές αποδεικτικές δυσχέρειες που συνεπάγεται η τεκμηρίωση μιας τέτοιας παράβασης και, αφετέρου, στην ευρύτερη αναγνώριση ότι μια εσφαλμένη καταδικαστική απόφαση (false positives) ενδέχεται να έχει σοβαρές επιπτώσεις. Μεταξύ αυτών περιλαμβάνονται η αποθάρρυνση επενδυτικής δραστηριότητας και η δημιουργία νομικής αβεβαιότητας ως προς τα επιτρεπτά όρια της τιμολογιακής συμπεριφοράς των επιχειρήσεων.
Το βασικό νομικό εργαλείο για την αξιολόγηση περιπτώσεων υπερβολικής τιμολόγησης στηρίζεται στο τεστ United Brands, το οποίο διαμορφώθηκε από το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης το 1978 στην υπόθεση United Brands Company (UBC) v. Commission of the European Communities (Case 27/76). Το τεστ αυτό αποτελείται από δύο σωρευτικά και διαδοχικά στάδια. Πρώτον, εξετάζεται κατά πόσο η τιμή που επιβάλλει η δεσπόζουσα επιχείρηση είναι υπερβολική σε σχέση με το κόστος παραγωγής του προϊόντος αφού συνεκτιμηθεί ένα εύλογο περιθώριο κέρδους (excessiveness limb). Δεύτερον, εφόσον διαπιστωθεί ότι η τιμή είναι πράγματι υπερβολική, διερευνάται κατά πόσο είναι επίσης άδικη (unfairness limb), είτε αφ’ εαυτής είτε σε σύγκριση με τις τιμές που επικρατούν για αντίστοιχα προϊόντα / υπηρεσίες σε άλλες συγκρίσιμες αγορές.
Το τεστ United Brands, παρά την απλότητα της διατύπωσής του σε θεωρητικό επίπεδο, προϋποθέτει στην πράξη ενδελεχή οικονομική ανάλυση. Η προσέγγιση του πρώτου σταδίου προϋποθέτει, αφενός, τον προσδιορισμό του κατάλληλου κόστους αναφοράς ανάλογα με τη φύση της αγοράς και, αφετέρου, την εκτίμηση ενός εύλογου περιθωρίου κέρδους. Το τελευταίο πρέπει να λαμβάνει υπόψη τον επιχειρηματικό κίνδυνο, τον χρονικό ορίζοντα απόσβεσης των επενδύσεων και τα διαρθρωτικά χαρακτηριστικά της αγοράς εντός της οποίας δραστηριοποιείται η υπό διερεύνιση επιχείρηση.
Η ανάλυση αυτή δεν εξαντλείται στην αποσπασματική άντληση και επεξεργασία στοιχείων από τις οικονομικές καταστάσεις της διερευνόμενης επιχείρησης. Αντιθέτως, απαιτεί την ανάπτυξη αναλυτικών εμπειρικών μοντέλων που αποτυπώνουν τη λειτουργία της επιχείρησης εντός της αγοράς. Ως εκ τούτου, ο οικονομικός εμπειρογνώμονας καλείται να απομονώσει τα κόστη που σχετίζονται ειδικά με το επίμαχο προϊόν / υπηρεσία, να αξιολογήσει την ύπαρξη οικονομιών κλίμακας ή φάσματος και να εξετάσει κατά πόσο το καταγραφόμενο περιθώριο κέρδους ανταποκρίνεται στις συνήθεις αποδόσεις που παρατηρούνται σε επαρκώς συγκρίσιμες επιχειρήσεις ή αγορές. Η αξιολόγηση αυτή αποτελεί προϋπόθεση για κάθε σοβαρή εκτίμηση σχετικά με την ύπαρξη υπερβολικών τιμών.
Η αξιολόγηση του δεύτερου σκέλους του τεστ United Brands στηρίζεται σε συγκριτική ανάλυση τιμών. Στο πλαίσιο αυτό, εξετάζεται κατά πόσον η τιμή που επιβάλλει η ελεγχόμενη επιχείρηση αποκλίνει ουσιωδώς από τις τιμές που παρατηρούνται σε άλλες αγορές (γεωγραφικές ή τομεακές) στις οποίες επικρατούν συνθήκες φυσιολογικού ανταγωνισμού. Η επιλογή των κατάλληλων αγορών αναφοράς δεν είναι πάντοτε προφανής και απαιτεί τεχνική κρίση. Ο εμπειρογνώμονας οφείλει να αξιολογήσει αν οι συγκρινόμενες αγορές παρουσιάζουν ουσιώδεις διαφορές σε ρυθμιστικά, νομικά, φορολογικά, εμπορικά ή τεχνολογικά χαρακτηριστικά, τα οποία ενδέχεται να επηρεάζουν άμεσα τη δομή των τιμών, και να προβεί στις αναγκαίες προσαρμογές των δεδομένων.
Στην πράξη, η ανάλυση αυτή υποστηρίζεται από τη χρήση τιμολογιακών δεικτών, στατιστικών μοντέλων σύγκρισης και τεχνικών κανονικοποίησης, που επιτρέπουν την εξαγωγή συγκρίσιμων μεγεθών ακόμη και όταν οι αγορές που αναλύονται είναι ετερογενείς. Το κρίσιμο ερώτημα εστιάζει στο κατά πόσον υπάρχει απόκλιση στην τιμή, και στο εάν αυτή η απόκλιση μπορεί να χαρακτηριστεί ως αδικαιολόγητη με βάση τα οικονομικά δεδομένα και τις συνθήκες που θα επικρατούσαν σε ένα ανταγωνιστικό περιβάλλον. Η τελική εκτίμηση, επομένως, δεν περιορίζεται σε μια απλή σύγκριση αριθμητικών δεδομένων σε σχέση με τις τιμές, αλλά ενσωματώνει ερμηνεία του κατά πόσο η τιμή συνιστά αποτέλεσμα εκμετάλλευσης της ισχύος της επιχείρησης στην αγορά ή αντικατοπτρίζει θεμιτές διαφοροποιήσεις λόγω κόστους, ανώτερης ποιότητας προϊόντος / υπηρεσίας ή άλλων παραμέτρων.
Σε ορισμένες υποθέσεις, η εξέταση επεκτείνεται στις συνέπειες της τιμολόγησης για τον τελικό καταναλωτή. Ο εμπειρογνώμονας καλείται να εκτιμήσει την ελαστικότητα της ζήτησης, την ύπαρξη ή/και τη διαθεσιμότητα υποκατάστατων προϊόντων, τις επιπτώσεις στην καταναλωτική δαπάνη και, σε ορισμένες περιπτώσεις, το κόστος που επιβαρύνει τους δημόσιους οργανισμούς (όπως συμβαίνει συχνά στον τομέα των φαρμακευτικών σκευασμάτων). Σε αυτό το επίπεδο, η συμβολή του εμπειρογνώμονα δεν είναι μόνο τεχνική αλλά και στρατηγική, αφού οι εκτιμήσεις του ενδέχεται να επηρεάσουν την απόφαση των Αρχών Ανταγωνισμού ως προς τη σκοπιμότητα ρυθμιστικής παρέμβασης.
Καθοριστική είναι επίσης η συμβολή του οικονομικού εμπειρογνώμονα στην αξιολόγηση της αντικειμενικής αιτιολόγησης που ενδέχεται να προβάλλει η ελεγχόμενη επιχείρηση. Σε πολλές περιπτώσεις, οι επιχειρήσεις υποστηρίζουν ότι οι τιμές τους αντανακλούν αυξημένα κόστη συμμόρφωσης με ρυθμιστικά πλαίσια, σημαντικές επενδύσεις σε έρευνα και ανάπτυξη ή ποιοτικής ανωτερότητας ή τεχνολογικής μοναδικότητας του προσφερόμενου προϊόντος. Η οικονομική ανάλυση καλείται να διακριβώσει αν οι θέσεις αυτές στηρίζονται σε επαρκή τεκμηρίωση, εάν τα σχετιζόμενα κόστη κατανέμονται με οικονομικά ορθό και αναλογικό τρόπο στα επιμέρους προϊόντα / υπηρεσίες και, κυρίως, αν η επιβληθείσα τιμή ανταποκρίνεται σε πραγματική προστιθέμενη αξία για τον καταναλωτή. Η αξιολόγηση αυτή είναι ουσιώδης, καθώς συμβάλλει στον διαχωρισμό μεταξύ θεμιτής επιχειρηματικής απόδοσης και τιμολόγησης που είναι αποτέλεσμα εκμεταλλευτικής συμπεριφοράς από δεσπόζουσα επιχείρηση.
Τέλος, ο οικονομικός εμπειρογνώμονας διαδραματίζει ενεργό ρόλο στο αποδεικτικό σκέλος της διαδικασίας, τόσο σε διοικητικό όσο και σε δικαστικό επίπεδο. Συντάσσει εμπεριστατωμένες οικονομικές εκθέσεις, στις οποίες παρουσιάζει τα ευρήματα της ανάλυσής του με μεθοδολογική διαφάνεια, επιστημονική τεκμηρίωση και επαγγελματική ουδετερότητα. Κατά την ακροαματική διαδικασία ή στο πλαίσιο διοικητικής διερεύνησης, δύναται να καταθέσει ως πραγματογνώμονας, υποστηρίζοντας ή/και αντικρούοντας τις θέσεις των εμπειρογνωμόνων των άλλων μερών, βάσει τεκμηριωμένων και επιστημονικά εδραιωμένων αποδεικτικών στοιχείων και επιχειρημάτων. Η τεχνική εγκυρότητα, η πειστικότητα και η αποτελεσματική παρουσίαση της οικονομικής ανάλυσης διαμορφώνουν σε μεγάλο βαθμό την κρίση της αρχής ή του δικαστηρίου και συχνά επηρεάζουν καθοριστικά την έκβαση της υπόθεσης.
Ο ρόλος του οικονομικού εμπειρογνώμονα σε υποθέσεις υπερβολικής τιμολόγησης αναδεικνύεται ως καθοριστικός για μια ουσιαστική και επιστημονικά τεκμηριωμένη αξιολόγηση. Χωρίς σθεναρή οικονομική ανάλυση, η νομική προσέγγιση κινδυνεύει να παραμείνει αποσπασματική και αποσυνδεδεμένη από τις πραγματικές συνθήκες της αγοράς. Αυτό αποκτά ιδιαίτερη σημασία καθώς τα νομικά κριτήρια και νομολογιακά τεστ που έχουν αναπτυχθεί για την αξιολόγηση της υπερβολικής τιμολόγησης, όπως το τεστ United Brands, στηρίζονται σε οικονομικές εκτιμήσεις σχετικά με το κόστος, τα περιθώρια κέρδους και τη συγκρισιμότητα των τιμών. Η ορθή εφαρμογή αυτής της μεθοδολογίας προϋποθέτει εξειδικευμένη εμπειρική ανάλυση, χωρίς την οποία η αξιολόγηση είναι πολύ πιθανόν να οδηγήσει σε εσφαλμένα συμπεράσματα.
Καταληκτικά, η συστηματική εμπλοκή του εμπειρογνώμονα διασφαλίζει όχι μόνο την τεκμηρίωση περιπτώσεων πραγματικής κατάχρησης, αλλά και τον εντοπισμό εκείνων των περιπτώσεων όπου η τιμολόγηση, αν και υψηλή, δεν θεωρείται καταχρηστική. Με τον τρόπο αυτό, η οικονομική ανάλυση λειτουργεί ως κρίσιμο αντίβαρο στον κίνδυνο αυθαίρετων παρεμβάσεων ή θετικών σφαλμάτων (false positives), που οδηγούν σε έμμεση ρύθμιση των τιμών και ενδέχεται να υπονομεύσουν τη δυναμικότητα της αγοράς αλλά και την αναγκαία νομική ασφάλεια. Συνεπώς, η οικονομική αξιολόγηση ενισχύει τη θεσμική αξιοπιστία της εφαρμογής του Δικαίου του Ανταγωνισμού και προστατεύει τη λειτουργικότητα των αγορών με τρόπο ισορροπημένο και αποτελεσματικό.